~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

αγναντεύω (ρήμα) // βλέπω από μακριά, ή παρατηρώ από ψηλά, από ύψωμα

+Στην Μνήμη των Πάνου και Ελένης και του Σταύρου Πάνου Αϊβαλή απο το Ελληνικόν Γορτυνίας και Ιδρυτή της εφημερίδας "Λούσιος" και μετέπειτα "Αρκαδικό Βήμα" (1988-2009)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Δ. Σολωμός

~

~
λέμε στους γείτονες και στους συγχωριανούς μας

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη: "ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ"



Zacharoula Gaitanaki
ΖΩΝΗ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

          Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη: "ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ"      

            Από τις "Μικρές Ζωές":



Το ανοιξιάτικο Σαββατιάτικο πρωινό, ο μεσήλικας άντρας, αφού ετοίμασε τον καφέ του σ' ένα θερμός, έβαλε σε μια χάρτινε σακουλίτσα λίγο ψωμί και κεφαλοτύρι που του άρεσε, τα τοποθέτησε στο μικρό σακίδιο του, έβαλε τον αγαπημένο σκύλο την "Λάκυ" στο αυτοκίνητό του και ξεκίνησαν από την μικρή πολιτεία να πάνε στην εξοχή, σ' ένα κοντινό χωριό απ' όπου καταγόταν η μητέρα του και είχε μάλιστα κληρονομήσει από τον παππού του κι ο ίδιος ένα κτήμα με ελιές, τις οποίες πήγαινε και μάζευε όταν ερχόταν η εποχή της συγκομιδής τους. Η μάνα του ζούσε μαζί του, αφού ήταν ανύπαντρος. Είχε μια καλή θέση στη δουλειά του, διευθυντής παρακαλώ, αλλά για γάμο δεν αποφάσιζε, δεν είχε τύχει να βρει και ν' αγαπήσει μια γυναίκα που θελήσει να περάσει μαζί της τη ζωή του.

Έφθασε σ' ένα μέρος κοντά στον ελαιώνα του, η Λάκυ αφέθηκε ελεύθερη να τριγυρίσει, ο ίδιος πήγε να δει το χωράφι του και να μαζέψει μαράθια που του είχε ζητήσει η μάνα του να φέρει για να τα χρησιμοποιήσει στο μαγείρεμα. Για αρκετή ώρα τριγυρνούσαν με την σκυλίτσα του στους αγρούς. Το αυτοκίνητό του το είχε αφήσει στην αρχή του αγροτικού δρόμου, για περπάτημα είχαν έρθει όχι για οδήγηση. Πήραν πάλι τον δρόμο της επιστροφής στο χωριό. Λίγο πριν κάθισαν με την Λάκυ σε μια μεγάλη πέτρα, να πιουν νεράκι και να φάνε από το ψωμοτύρι που είχε στο σακίδιό του.Είδε να έρχονται από τον δρόμο των χωραφιών, δυο αγόρια που πρέπει να πήγαιναν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, φαίνονταν σε κείνη την άχαρη ηλικία μεταξύ παιδικότητας και εφηβείας. Κρατούσαν στα χέρια τους από ένα κοφινάκι με κεράσια, που μάλλον είχαν μαζέψει από κάποια κερασιά τους. 
- "Γεια σας, παιδιά", τα χαιρέτησε. 
- "Καλημέρα, κύριε" είπε το αδύνατο παιδί. 
Το άλλο, που ήταν πιο ψηλό και γεμάτο, κούνησε απλά το κεφάλι του. 
- "Τι ωραία κεράσια!" έκανε ο άντρας. "Μου δίνετε λίγα να δοκιμάσω:" ρώτησε τ' αγόρια. 
- "Πρέπει να τα πάμε στο σπίτι" είπε το ψηλό παιδί, "Έλα, Νάσο, πάμε", είπε στο άλλο αγόρι και ξεκίνησε να φύγει. 
Ο Νάσος δεν κουνήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο καλάθι του και γέμισε τη χούφτα του με κεράσια. Τα πρόσφερε στον άντρα, που τα πήρε ευχαριστώντας τον. "Βλάκα!" έκανε το άλλο παιδί. "Μια ζωή ηλίθιος θα είσαι. Είναι τα πολλά και τα μοιράζεις; Εδώ δεν έχετε να φάτε στο σπίτι σας, εσύ κάνεις και ψυχικά. Τι ανόητος, Θεέ μου!" 
- "Μα..."  έκανε ο Νάσος αλλά δεν πρόλαβε να πει τίποτα παραπάνω, γιατί ο φίλος του, που ήταν και πρώτος του ξάδελφος, συνέχισε να λέει οργισμένος:
- "Εσύ κι ο πατέρας σου με τις αγαθοεργίες σας, θα βρεθείτε στο δρόμο. Την Δευτέρα που θα πάει στην Τράπεζα να τους πει ότι δεν έχει τα 2000 ευρώ που χρωστάει, θα σας βγάλουν στον πλειστηριασμό το σπίτι σας και θα σας πετάξουν στο δρόμο. Εκεί να σας δω και τους δυο σας, που βοηθάτε τις άλλους. Εσάς ποιος θα σας βοηθήσει; Κανείς! Βλαμμένε, ε, βλαμμένε" συνέχισε να βρίζει το παιδί, παράτησε τον ξάδελφό του με τον άντρα και τον σκύλο κι έφυγε με γοργά βήματα να επιστρέψει στο χωριό. 
Ο Νάσος ζήτησε συγγνώμη για την συμπεριφορά του άλλου παιδιού, χάιδεψε τη Λάκυ με το ελεύθερο χέρι του και πήρε κι αυτός τον δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του.
- "Μια στιγμή, νεαρέ μου" του είπε ο άντρας. "Τι έλεγε ο φίλος σου για κάποια τράπεζα που θα σας πάρει μεθαύριο το σπίτι γιατί χρωστάτε 2000 ευρώ;"
- "Δεν είναι τίποτα, κύριε" απάντησε το παιδί.
- "Πες μου, σε παρακαλώ" επέμενε ο άντρας.
Το αγόρι του εξήγησε ότι χρωστούσαν αυτά τα χρήματα στην Τράπεζα από ένα δάνειο που είχα πάρει ο πατέρας του. Μόνο αυτό το ποσό έμενε για να τελειώνουμε αλλά δεν μπορούμε να το έχουμε. Είμαστε μεγάλη οικογένεια και πέσανε πολλά τον τελευταίο καιρό. Θα πάμε με τον πατέρα μου να δούμε τι μπορεί να γίνει. Πάντως έχει δίκιο ο ξάδελφος μου, αν δεν πληρώσουμε το ποσό, κινδυνεύει το σπίτι μας. θα βρεθούμε στο δρόμο..."
- "Μην απελπίζεσαι" είπε ο άντρας στο παιδί. "Ποτέ δεν ξέρεις πως τα φέρνει η ζωή. Πάντως, σ' ευχαριστώ για τα κεράσια, ήταν πεντανόστιμα."
- "Είχαμε μαζέψει αρκετά", απάντησε ο μικρός, "γιατί να μην σας δώσουμε λίγα;" Αποχαιρέτησε τον άντρα και πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Εκείνος κοιτούσε σκεφτικός το παιδί που έφευγε.
Τη Δευτέρα το πρωί, ο Νάσος με τον πατέρα του, έναν φτωχό αγρότη, με ροζιασμένα χέρια και σκαμμένο πρόσωπο, μπήκαν στην Τράπεζα και πήγαν στον αρμόδιο υπάλληλο για τα δάνεια. 
- "Ξέρετε", είπε ο πατέρας του Νάσου, "δεν μπόρεσα να βρω το ποσό που σας χρωστάω. Αν μπορούσε να γίνει κάποια διευκόλυνση..." 
- "Τι να σας κάνω, κύριε" του απάντησε κοφτά ο υπάλληλος. "Δεν μπορώ εγώ να κάνω τίποτα. Πηγαίνετε να δείτε τον διευθυντή. Το γραφείο του είναι εκεί πέρα σε κείνη την πόρτα. Πάρτε μαζί σας κι αυτά τα χαρτιά."
Ο άντρας και το παιδί, σηκώθηκαν με βαριά καρδιά και κατευθύνθηκαν στο γραφείο του Διευθυντή. Χτύπησαν την πόρτα κι άκουσαν μια καθαρή φωνή να λέει:
- "Περάστε!"
Άνοιξαν και μπήκαν μέσα. Στο γραφείο καθόταν ο άντρας που είχε δει ο Νάσος το Σάββατο στο χωριό τους.
- "Καλώς τους" είπε ο άντρας "Περάστε, καθίστε. Πώς είσαι, Νάσο;" ρώτησε το παιδί. 
- "Γνωρίζεστε με τον Νάσο μου;" ρώτησε απορημένος ο πατέρας του.
- "Ναι, γνωριστήκαμε πρόσφατα" είπε ο Διευθυντής. "Μάλιστα, με φίλεψε τα πιο νόστιμα κεράσια που έχω φάω μέχρι σήμερα στη ζωή μου".
- "Ήρθαμε για το δάνειο, κ. Διευθυντά" είπε ο αγρότης. "Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να συγκεντρώσω το ποσό που σας χρωστάω. Αν μπορούσατε να κάνετε κάτι..."
- "Δεν χρωστάτε τίποτα, κ. Λαέρτη", του είπε ο Διευθυντής. "Το ποσό των 2000 ευρώ που ήταν η οφειλή σας εξοφλήθηκε στο κατάστημά μας και είστε εντάξει. Δεν έχετε πλέον καμία οφειλή σε μας. Πηγαίνετε στο καλό. Να εδώ είναι και όλα τα χαρτιά που πιστοποιούν την καταβολή των χρημάτων."
- "Μα" ψέλλισε ο πατέρας του Νάσου. "Πώς είναι δυνατόν να έγινε κάτι τέτοιο;"
- "Έγινε, κ. Λαέρτη, Άντε, πηγαίνετε και μην ανησυχείτε πια." 
Έτεινε το χέρι του στον βασανισμένο άντρα και μετά στο Νάσο.
- "Γεια σου, Νάσο, να είσαι καλά" του είπε ο Διευθυντής. "Και να παραμείνεις σε όλη σου τη ζωή ένας ευγενικός άνθρωπος, που να προσφέρεις με την καρδιά σου ακόμα κι αυτό το ελάχιστο που έχεις και μπορεί εσύ να το χρειάζεσαι περισσότερο από αυτόν στον οποίο θα το δώσεις."
Ο Νάσος άπλωσε το χέρι του και έσφιξε θερμά το χέρι του ανθρώπου που τους έσωσε, βάζοντας τα χρήματα που χρωστούσαν από δικά του. Δεν θα το έκανε ο καθένας, αυτός το έκανε, ανταποδίδοντας την προσφορά μιας χούφτας κερασιών από το καλαθάκι ενός φτωχού παιδιού...
ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΓΑΪΤΑΝΑΚΗ
(Ζώνη Αρκαδίας, 19/5/2018). 

* η φωτογραφία: [Cherries, painting by Gerald Fally.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου