~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

αγναντεύω (ρήμα) // βλέπω από μακριά, ή παρατηρώ από ψηλά, από ύψωμα

+Στην Μνήμη των Πάνου και Ελένης και του Σταύρου Πάνου Αϊβαλή απο το Ελληνικόν Γορτυνίας και Ιδρυτή της εφημερίδας "Λούσιος" και μετέπειτα "Αρκαδικό Βήμα" (1988-2009)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Δ. Σολωμός

~

~
λέμε στους γείτονες και στους συγχωριανούς μας

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Μνήμες από τα παλιά με τον Λεωνίδα Ανδριανό - εις μνήμην των Σταύρου Π. Αϊβαλή και Γεώργιο Ανδριανό


                Aγαπητέ φίλε και πατριώτη, Παρασκευά Αϊβαλή,
Θέλοντας να συμμετάσχω στην ιστοσελίδα του Αρκαδικού Βήματος, και αναφορικά με τον αείμνηστο πατέρα σου Σταύρο, θα ήθελα να προσθέσω κάποια άγνωστα συμβάντα, που έχω καταγράψει στην μνήμη μου. 

Ο αείμνηστος, λοιπόν, πατέρας σου Σταύρος, συνέχισε την παράδοση των μελών των δύο οικογενειών, ενισχύοντας μία σχέση πολύ φιλική και λόγω κάποιων συγγενικών δεσμών, με τον συνομήλικό του (αείμνηστο) αδελφό μου Γεώργιο Ανδριανό. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια της νεότητός του, κοινοί είσαντε οι προβληματισμοί και οι ανησυχίες τους, για την παραπέρα πρόοδο και προκοπή τους, λόγος για τον οποίο, οι δύο νεαροί φίλοι Σταύρος και Γεώργιος, ένα βροχερό και άγριο πρωινό κάποιου Οκτωβρίου, φορτισμένοι με τα «τσιουμπλέκια τους» στον ώμο, αμούστακα παιδιά ακόμα, αναχώρησαν πεζοί από το χωριό, προς αναζήτηση τύχης με πρώτο σταθμό την Μεγαλόπολη, και τελικό στόχο τα χωράφια της εύφορης Λακωνίας όπου εκεί «παρίσταναν» τον τέλειο μάστορα, επισκευάζοντας και «μπαλώνοντας» παπούτσια, εξ ου και ο τιμητικός τίτλος για τότε «πλανόδιοι μπαλωματήδες».
          Από όσα καλώς γνωρίζω, εμοιράστηκαν το «υπνοδωμάτιο», που ήτανε ένα ερειπωμένο καλύβι, που ευγενώς τους παραχωρούσαν κάποιοι φιλόξενοι χωριανοί, στα χωριά όπου επεριόδευαν. Εμοιράστηκαν επίσης, ακόμα και την «μπουκιά» το ψωμί, συνθήκες πολύ άγριες, κάτω από τις οποίες εσφυρηλάτησαν, μία πολύ στενή αδελφικήν θα έλεγα φιλία.
          Αλλά την μαύρη αυτή σελίδα των δύο φίλων, διαδέχτηκαν καλύτερες ημέρες, και οι δύο φίλοι εσυναντώντο πλέον, θυμούμενοι, αλληλοδιηγούμενοι, αλλά και συνκλαίοντες, από συγκίνηση για τις αναμνήσεις τους.
          Το ωραιότερο συμβάν, που κάθε φορά επαναλαμβανόταν, ήταν η «συμβουλή» του αείμνηστου παππού σου του Πάνου Αϊβαλή που συνιστούσε στους δύο φίλους, Σταύρο & Γεώργιο, όταν πηγαίνουνε στο «μαγέρικο», να προτιμάνε να τρώνε φαγητό από την γεμάτη και άθικτη κατσαρόλα, όπου υποτίθεται θα ήταν καθαρότερο και αρεστώτερο το φαγητό. Γελούσαν μέχρι δακρύων, κάθε φορά που το εξιστορούσαν, γιατί όπως έλεγαν, τα οικονομικά τους ήσανε τέτοια, που δεν τους επέτρεπαν όχι να φάνε από την γεμάτη κατσαρόλα του «μαγέρικου», αλλά ούτε από το απέναντι πεζοδρόμιο να περάσουνε.
          Οι σχέσεις μου, με τον αείμνηστο πατέρα σου, ήσανε πολύ φιλικές, λόγω άλλωστε και της συναδελφικότητας, διότι και εγώ εργάστηκα επ’ ολίγον χρόνο ως εισπράκτορας λεωφορείου, στην Α.Σ.Π.Α., και ως Προϊστάμενος Γραφείου Κινήσεως Λεωφορείων αργότερα.
          Τέλος, ο αείμνηστος παππούς σου, Πάνος ή Πανούλης, ή Πάνος ο «κοντός» ήτανε ένα γεροντάκι – στα μάτια ενός παιδιού όπως ήμουνα εγώ – πολύ συμπαθητικό, χαμηλών τόνων, εργατικός, που είχε την συνήθεια, να συμβουλεύει (ορμηνεύει) εμάς τους νεότερους. Ο δε χαρακτηρισμός του, Πανούλης ή κοντός, εγένετο από τους συγχωριανούς μας, για να ξεχωρίζουν από τον εξάδελφό του Πάνο Αϊβαλή, ο οποίος απεκαλείτο «ο ψηλός» γιατί πράγματι ήτανε τέτοιος.
          
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Λεωνίδας Ανδριανός

~~~~~~~~~~~~~~~

ΕΝΤΕΛΩΣ συμπτωματικά, εδιάβασα στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ το λαογράφημά μου «χαιρέτα μας τον πλάτανο» που είχες την καλοσύνη να ανεβάσεις στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ, κάτι για το οποίο σε ευχαριστώ πολύ. Παρόμοια θα βρεις στα σημερινά φύλλα της εφημερίδας «Αρκαδικοί Ορίζοντες», καθώς και πολύ περισσότερα, στα παλαιά φύλλα των «ΝΕΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ», εφημερίδας εκδοθείσης από εμένα.
                                                                                  Λεωνίδας Ανδριανός
                                                                                         Ελληνικό Γορτυνίας

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Tρία χρόνια χωρίς τον μπάρμπα-Σταύρο Αϊβαλή



Την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012 στις 9.00 το πρωί τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση στο Κοιμητήριο Δάφνης υπέρ της ψυχής της Ασημίνας Ανούση - Αϊβαλή θυγατέρα των Πάνου και Ελένης Αϊβαλή.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει την καλοσυνάτη θεία Μίτσα.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Θεία Μίτσα, η καλή μου θεία.

αντίο θεία....
Θεία Μίτσα, η καλή μου θεία. Ήπιων τόνων, καλοσυνάτη, φιλόξενη, σπουδαία νοικοκυρά, αγαπούσε τα λουλούδια, τα πουλιά..., αγαπούσε το ωραίο! Μια ευαίσθητη ψυχή!

 Η ομιλία της πάντοτε χαμηλά και ήρεμα, ακόμη κι όταν έλεγε κάτι θυμωμένα, δήθεν μαλώνοντας τον αγαπημένο της μικρό αδελφό Σταύρο.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μόνο καλές αναμνήσεις έρχονται μπροστά μου, ζωντανές εικόνες της. Πώς να ξεχάσω, όταν ήμουν στην τρίτη δημοτικού σε ηλικία 8 ετών,  νοσηλεύτηκα για πολλές ημέρες και κοντά μου είχα την θεία Μίτσα, να μου κρατάει γλυκιά συντροφιά, να με συνοδεύει στις ακτινογραφίες κι ότι άλλο χρειαζόμουν, μιας και η μητέρα μου είχε να φροντίσει την υπόλοιπη οικογένεια.
Τάκης και Μιχάλης, τ' αγαπημένα της παιδιά, στάθηκε μάνα και πατέρας, μιας και ο καλός της ο Μανώλης, ο θείος, έφυγε νωρίς. Τ' αγαπούσε πολύ και τα φρόντιζε σαν πραγματική Ελληνίδα Μάνα μέχρι τα τελευταία της χρόνια.

Η αγάπη της όμως δεν περιοριζόταν..., στη σκέψη της και στην καρδιά της είχε τον κάθε άνθρωπο που ονομάζεται ο "πλησίον".
Καλό ταξίδι θεία Μίτσα! ήδη είσαι στη νέα σου κατοικία, και σύντομα θα λάβεις και το νέο σώμα κατά την υπόσχεση του Κυρίου Ιησού Χριστού, το οποίο ποτέ δεν γερνάει, ποτέ δεν πονάει, ποτέ δεν αρρωσταίνει, αφού είναι Αιώνιο και Άφθαρτο.
Ο απόστολος Παύλος, γράφει στην προς Φιλιππισίους επιστολή (α'23), επιθυμούσε να αναχωρήσει και να είναι με τον Χριστό' δεδομένου ότι είναι πολύ πλέον καλύτερα, επειδή "ξέρουμε, βέβαια, ότι, αν η επίγεια οικία του σκηνώματός μας (του σώματός μας δηλ.) χαλαστεί, έχουμε από τον Θεό οικοδομή, οικία αχειροποίητη, αιώνια, στους ουρανούς" (Β' Κορινθίους ε'1).
Έτσι, μας προτρέπει, σ' όσους έχουμε για ελπίδα τον αναστημένο Ιησού Χριστό, ότι αν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, έτσι και ο Θεός, αυτούς που κοιμηθήκαν με πίστη στον Ιησού, θα τους φέρει μαζί Του. Επειδή, σας λέμε τούτο διαμέσου του λόγου του Κυρίου, ότι εμείς που ζούμε, όσοι απομένουμε στην παρουσία του Κυρίου, δεν θα προλάβουμε αυτούς που κοιμήθηκαν' δεδομένου ότι ο ίδιος ο Κύριος θα κατέβει από τον ουρανό με πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα Θεού, κι αυτοί που πέθαναν εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτα' έπειτα, εμείς που ζούμε, όσοι απομένουμε, θα αρπαχτούμε μαζί τους με σύννεφα σε συνάντηση του Κυρίου στον αέρα' κι έτσι, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο. Λοιπόν, παρηγορείτε ο ένας τον άλλον μ' αυτά τα λόγια.
(Τα εδάφια από την Καινή Διαθήκη είναι από τη μετάφραση στη δημοτική του Σπύρου Φίλου). 
                                                                                                                                                                   Παρασκευάς Σταύρου Αϊβαλής

______________________________

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Το τελευταίο Αντίο - Έφυγε από κοντά μας η Ασημίνα Ανούση


Το τελευταίο Αντίο θα πούμε 
στην αγαπημένη μας θεία Μίτσα 
την Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012 
στο Κοιμητήριο Δάφνης στις  3.00 το μεσημέρι.




Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΑ ΜΟΛΥΒΕΝΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙΑ

  +  ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Π. ΑΪΒΑΛΗ       
  




γράφει ο Μάνος Παναγόπουλος
Θεατρικός Συγγραφέας
(από το Ελληνικό Γορτυνίας)






ι περιμένεις εδώ Μανωλάκη;
   - Το Σταύρο, να μου φέρει τα στρατιωτάκια!
    -Μα σου έχει φέρει τόσα πολλά! είπε η μητέρα μου. Τι θα τα κάνεις; Δώσε και σε κανένα φίλο σου.
     Κάτι  ήθελα να της πω  για τα στρατιωτάκια μου, αλλά που να βρω λέξεις. Μικρό παιδάκι ήμουνα. Δεν είχα πάει ακόμη σχολείο.
-Έλα μέσα. Θα τον δεις το Σταύρο όταν έρθει.
-Να έρχεται ο Σταύρος της λέω κι έτρεξα χαρούμενος κοντά του.
Ο Σταύρος έμενε σπίτι μας. Είχε φέρει αυτό το καλό παληκάρι ο πατέρας μου να τον φιλοξενήσει γιατί δεν είχε που να μείνει. Είπε στη μητέρα μου. Είναι απ’ το Ελληνικό και μακρινός συγγενής.
-Μα που θα χωρέσει. Εδώ δε χωράμε εμείς.
-Και τι θα κάνουμε βρε γυναίκα; Να τον αφήσουμε να μείνει στο δρόμο;
-Χριστός και η Παναγία, λέει η μάνα μου και σταυροκοπιέται.
 Ήταν ο κόσμος τσακισμένος, απ’ την Κατοχή. Ζούσε και τον εμφύλιο. Εμείς μέναμε σε δυο δωμάτια και μια κουζίνα, οκτώ άτομα. Έξι παιδιά, τρία αγόρια, τρία κορίτσια και οι γονείς μας. Δύσκολοι καιροί μα ευλογημένοι. Υπήρχε αγάπη και οι άνθρωποι ήσαν αλληλέγγυοι. Τις μέρες εκείνες ήρθε στο σπίτι μας ο πατέρας μου  με το Σταύρο Αϊβαλή.
Συνεσταλμένο και ντροπαλό παληκάρι. Ντρεπότανε όλους στο σπίτι και γι’ αυτό επικοινωνούσε περισσότερο μαζί μου. Μου έφερνε τα στρατιωτάκια και μου έλεγε ιστορίες. Πολλές ιστορίες!
Εμείς μέναμε προσωρινά σ’ εκείνο το σπίτι, εγκαταλείποντας το δικό μας στα Πατήσια, γιατί εκεί γινόντουσαν πολλές μάχες μεταξύ Ελλήνων. Έτσι μου λέγανε. Όταν έφυγε, μας έλειπε. Τον χαιρετήσαμε με αγάπη, και τα γεμάτα δωμάτια από μας, φαινόντουσαν άδεια. Εγώ έστηνα τα στρατιωτάκια μου και τον φανταζόμουνα ότι θα γυρίσει το βράδυ με άλλα στρατιωτάκια καινούργια για να μεγαλώσω το στρατό μου, να νικήσω το φόβο του εμφυλίου πολέμου, και να βγω με τα παιδιά της γειτονιάς να παίξουμε ελεύθερα.

Ο Σταύρος  Π. Αϊβαλής με τον βενιαμίν Παρασκευά και τον Πέτρο 

     Τα χρόνια περνούσαν. Ο κόσμος σιγά-σιγά εύρισκε το δρόμο του. Η ζωή ομόρφαινε. Οι άνθρωποι ξεχνούσαν και τα χαμόγελα άνθιζαν. Ω!! τι ωραία που ήταν η Αθήνα! Τα μαγαζιά στολισμένα, οι δρόμοι καθαροί, οι φωνές των παιδιών, τα παιχνίδια τους, το γέλιο τους, αρμονία της ψυχής.
      Παληκαράκι σε κάποιο μαγαζί βλέπω  μολυβένια  στρατιωτάκια. Ανατρίχιασα σύγκορμος. Αμέσως στο μυαλό μου ήρθε ο Σταύρος και τα στρατιωτάκια μου που είχαν χαθεί κάπου στη μετακόμιση όταν πήγαμε στο καινούργιο σπίτι που είχαμε αγοράσει. Πήγα κοντά και τα κοίταζα. Ρώτησα πόσο στοιχίζουν. Μου είπαν μια εξωφρενική τιμή. Όμως αυτά τα στρατιωτάκια δε μου λέγανε τίποτα. Δεν ήτανε του Σταύρου, γεμάτα μνήμες. Ούτε είχαν την αφή των δικών μου χεριών που κατέγραφαν τη ζωή των παιδικών μου χρόνων. Έφυγα όπως έφυγαν τα νεανικά μου χρόνια. Συχνά ερχότανε στο μυαλό μου και μεγάλος πια καταλάβαινα πόσο καλός άνθρωπος ήταν, κι είχα να καμαρώνω για τα στρατιωτάκια μου, που έπαιζα με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς που δεν είχαν.
    Πριν λίγα χρόνια, είκοσι έξι Δεκεμβρίου, ημέρα της εορτής μου, μεσημέρι, τρώγαμε σπίτι μου, η γυναίκα μου, κάποια αδέλφια μου και κάνα δυο  συγγενείς. Ξαφνικά  μου ήρθε στο μυαλό ο Σταύρος.
Ρώτησα τον αδελφό μου αν γνωρίζει κάτι. Δεν ήξερε. Την ίδια στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο.
 -Ο Σταύρος είναι στο τηλέφωνο, είπα αστειευόμενος και το σηκώνω.
Απίστευτο!!! Όμως αληθινό!!!
 -Λέγετε.
 - Είσαι ο Μανώλης του τάδε και της τάδε, που μένατε εκεί;
 -Είσαι ο Σταύρος που μου έφερνε στρατιωτάκια όταν ήμουνα μικρός;   Κόπηκε η φωνή του. Κατάλαβα ότι ένας κόμπος στο λαιμό του απ’ τη συγκίνηση  τον εμπόδιζε να μιλήσει. Του είπα ότι θέλω να τον δω. Χάρηκε. Του είπα επίσης πού μένω. Εκεί; μου λέει έκπληκτος! Κάθε μέρα περνούσα με το λεωφορείο! Ήμουνα οδηγός. Τον ρώτησα… με ρώτησε… του απαντούσα… μου απαντούσε…. Κανονίσαμε να περάσει από το σπίτι. Κλείνω και πάω στο τραπέζι.
 -Ήταν ο Σταύρος τους λέω.
Δεν το πιστέψανε. Τελικά τους έπεισα. Μου βάλανε τις φωνές.
 -Δεν έλεγες στον άνθρωπο να περάσει από δω;
 -Να πάρει ένα μεζέ…
 -Να πιει ένα ποτήρι κρασί…
Είπαμε πολλά για τον Σταύρο, τα χρόνια εκείνα, τη ζωή που άλλαξε!
Κι ήρθε η μέρα της συνάντησης. Χτυπάει το κουδούνι. Τον βλέπω απ’ την οθόνη του θυροτηλεφώνου. Άγνωστος, παχουλός, με άσπρα μαλλιά.
-Ποιος είναι; λέω για να πιστέψω στην παρουσία του.
-Ο Σταύρος, Μανώλη, ο Σταύρος.
-Καλώς ήλθες! Μένω στον τάδε όροφο.
Έρχεται. Κοιταζόμαστε για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να πούμε λέξη.
 -Είσαι ο Μανώλης! Αγκαλιαστήκαμε. Δεν το πιστεύω, είπε και πήγε να βουρκώσει. Καθίσαμε στο μπαλκόνι. Από μια πλαστική σακκούλα βγάζει ένα μπουκαλάκι με νερό. Του γνωρίζω τη γυναίκα μου που του λέει.
 -Είστε καλός άνθρωπος!! Είστε ευαίσθητος!! Μόλις είδατε τον Μανώλη
πήγατε να κλάψετε.
 -Δεν είναι μόνο ο Μανώλης! Εκείνες τις τραγικές μέρες του εμφυλίου, οι καλοί γονείς του με τόσα παιδιά που είχαν, βόλεψαν και μένα. Δεν μπόρεσα να τους το ανταποδώσω. Χαθήκαμε….
Είπε πολλά. Ήταν κάτι σαν εξομολόγηση και σαν απολογία. Ήπιε απ’ το νερό του. Δεν ήθελε να του δώσουμε κρύο. Αυτό που ήθελε ήταν να μιλάει και να με ρωτάει. Έφυγε. Συναντηθήκαμε πάλι, και πάλι, μου μίλησε για τα παιδιά του, για το τυπογραφείο, για την εφημερίδα, ώσπου η ζωή πάλι έφερε ένα κενό, μια σιωπή, και το παντοτινό του αντίο.
Τα στρατιωτάκια του, κάπου θα βρίσκονται, να καταγράφουν την παρουσία του, όσο υπάρχει ανάσα, όσο υπάρχουν όνειρα.
Αχ! να είχα ένα από τα στρατιωτάκια εκείνα! Ένα μόνο!!!…. 
  
Μάνος Παναγόπουλος 
9-8-2012 

_________________________________________
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Αρκαδικό Βήμα"  Αύγουστος 2012

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Έφυγε από κοντά μας ο Θανάσης του Αργύρη Λαγοδήμος από το Ελληνικό Γορτυνίας



ΖΑΚΥΝΘΟΣ:

 ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΤΟΝ ΧΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΘΑΝΑΣΗ ΣΤΙΣ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012 
 ΕΠΑΘΕ ΑΝΑΚΟΠΗ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥ...
ΚΑΤΙ ΕΙΧΕ ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΘΕΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΙΞΕ.
ΕΙΧΕ ΚΑΤΙ ΕΝΟΧΛΗΣΕΙΣ ΤΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΑΛΛΑ 

ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΠΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΘΑΜΕ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ..
ΕΤΡΕΞΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ, ΕΚΑΝΕ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΝΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ 

ΑΛΛΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΗΤΑΝ ΗΔΗ ΑΡΓΑ...
Ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του.


Aργύρης Δ. Λαγοδήμος
Ζάκυνθος


* O Θανάσης Α. Λαγοδήμος γεννήθηκε στο Ελληνικό το 1938 γιός του Αργύρη και της Καλής. Είχε εγκατασταθεί εδώ και πολλά χρόνια οικογενειακώς στην Ζάκυνθο και δούλεψε ως Τσαγκάρης ήταν παντρεμένος και είχε ένα γιο.
Τα συλλυπητήριά μας στον Πάνο, Κώστα, Γιάννη και Διονύση. 

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Καρύταινα Γορτυνίας: ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ - ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΚΑΡΥΤΑΙΝΑΣ

Καρύταινα Γορτυνίας: ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ - ΠΟΛΙΟΥΧΟΥ ΚΑΡΥΤΑΙΝΑΣ: Την Τετάρτη 16 και την Πέμπτη 17 Μαίου 2012 ο Δήμος Μεγαλόπολης εορτάζει τον πολιούχο της Καρύταινας ,  Άγιο Αθανάσιο Αρχιεπίσκοπο Χρι...